- χρυσώνυμος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει χρυσό όνομα, που έλαβε το όνομά του από τον χρυσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.